κανέλα

κανέλα
η
(λ. ιταλ.), ο αρωματικός φλοιός του τροπικού φυτού «κιννάμωμο»: Το γλυκό αυτό ήθελε και λίγη κανέλα μέσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… …   Dictionary of Greek

  • κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( …   Википедия

  • CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκορος — Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50 1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια …   Dictionary of Greek

  • αβγοκαλάμαρα — τα γλύκισμα από φύλλα που ζυμώνονται με χτυπητά αβγά, τηγανίζονται συνήθως σε σχήμα διπλωμένης ταινίας, περιχύνονται με μέλι και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα και πασπαλίζονται με κανέλα, αλλιώς δίπλες, ξεροτήγανα, ψαθούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό +… …   Dictionary of Greek

  • ακανέλωτος — η, ο [κανελώνω] αυτός που δεν είναι κανελωμένος, δεν έχει πασπαλιστεί με κανέλα …   Dictionary of Greek

  • αποικιακός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποικία 2. αυτός που δημιουργεί αποικίες («αποικιακές δυνάμεις») 3. αυτός που προέρχεται από τις αποικίες 4. (το ουδ. του πληθ. ως ουσ.) τα αποικιακά (ενν. προϊόντα) τα προϊόντα που προέρχονται από αποικίες ή από χώρες… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”